- ἰσχύουσα
- ἰσχύ̱ουσα , ἰσχύωto be strongpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Συρομακεδόνες — οἱ, A Σύροι που κατοικούσαν στην Αίγυπτο και είχαν αποδεχθεί την ισχύουσα μακεδονική χρονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Μακεδών, όνος] … Dictionary of Greek
καθεστωτικός — ή, ό [καθεστώς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καθεστώς, στην ισχύουσα κατάσταση μιας χώρας και ειδικότερα στο πολιτειακό σύστημα («καθεστωτικό ζήτημα») … Dictionary of Greek
καθεστώς — το 1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα 2. η ισχύουσα κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τής μτχ. καθεστώς τού παρακμ. καθέστηκα τού ρ. καθίστημι] … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην … Dictionary of Greek
νομότυπος — η, ο (για ενέργεια) αυτός που γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία, ο τυπικά σύμφωνος με τους νόμους που ισχύουν. επίρρ... νομοτύπως και νομότυπα τυπικά σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τύπος (πρβλ. στερεό τυπος)] … Dictionary of Greek
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek
στάτους — Ν φρ. «στάτους κβο» διεθν. δίκ. ισχύουσα ή υφιστάμενη ή προϋπάρχουσα, πραγματική ή νομική κατάσταση τής οποίας η διατήρηση, η ανατροπή ή η επαναφορά ενδιαφέρει τη διεθνή κοινωνία ή συγκεκριμένα υποκείμενα τού διεθνούς δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
στοιχειομετρία — Μέρος της γενικής χημείας που ασχολείται με τις ποσοτικές αναλογίες (σχέσεις) που παρατηρούνται στις χημικές αντιδράσεις. Η σ. μελετά παρόλα αυτά και τις αριθμητικές σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των στοιχείων και των ενώσεων και που αφορούν τον… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek